χαβασλαντίζω
(ρ.)
χαβασλανdίζω
[xavaslanˈdizo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. heveslenmek = επιθυμώ, όπου και τύπ. havaslanmak.
Έχω όρεξη, επιθυμία για κάτι
Συνών.
αρζουλαντίζω, θέλω, ιστεντίζω, ντιλεντίζω