ιστεντίζω
(ρ.)
ιστεdίζω
[isteˈdizo]
Τελμ.
Από το τουρκ. ρ. istemek (αόρ. istedi) = επιθυμώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Επιθυμώ
Συνών.
αρζουλαντίζω, θέλω, ντιλεντίζω, χαβασλαντίζω