-ίστρα
(επίθμ.)
-ίστρα
[-ˈistra]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
Από το επίθμ. -τρα με επανανάλυση σε -ίστρα όταν συνδυαζόταν με αοριστικά θ.
2. Μετoυσ. επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. ουσ. που δηλώνουν χώρο όπου συγκεντρώνονται αντικείμενα
Ανακ., Αξ., Μισθ., Σινασσ.
:
ροβίστρα
(χωράφι φυτεμένο με ρεβίθια)
Μισθ., Αξ.
φκονίστρα
(το μέρος όπου βρίσκονται οι θημωνιές)
Αξ.
βολονίστρα
(βελονοθήκη)
Σινασσ., Ανακ.
φακουδίστρα
(χωράφι σπαρμένο με φακές)
Πβ.
-λίκι :2, -τρα :1, -ώνας
3. Μετoυσ. επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. ουσ. που δηλώνουν ποώδη φυτά
Αξ., Μαλακ., Μισθ.
:
κουρλοπίστρα
(μολόχα)
Αξ.
οξινίστρα
(ξινήθρα)
Μισθ.
ραφανίστρα
(ραπανίδα)
Μισθ.
ψυλλίστρα
(λεβαντίνη)
Μισθ., Μαλακ.
Συνών.
-ίτσα, Πβ.
-ιά, -ίνα :2