ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-ίστρα (επίθμ.) -ίστρα [-ˈistra] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. Από το επίθμ. -τρα με επανανάλυση σε -ίστρα όταν συνδυαζόταν με αοριστικά θ.
1. Μετoυσ. επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. ουσ. που δηλώνουν όργανο Φλογ. : σαπουνίστρα (μείγμα νερού και σαπουνιού ως λιπαντικό για τον ξύλινο άξονα άμαξας) Φλογ. Συνών. -άρι, -τρα :1
2. Μετoυσ. επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. ουσ. που δηλώνουν χώρο όπου συγκεντρώνονται αντικείμενα Ανακ., Αξ., Μισθ., Σινασσ. : ροβίστρα (χωράφι φυτεμένο με ρεβίθια) Μισθ., Αξ. φκονίστρα (το μέρος όπου βρίσκονται οι θημωνιές) Αξ. βολονίστρα (βελονοθήκη) Σινασσ., Ανακ. φακουδίστρα (χωράφι σπαρμένο με φακές) Πβ. -λίκι :2, -τρα :1, -ώνας
3. Μετoυσ. επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. ουσ. που δηλώνουν ποώδη φυτά Αξ., Μαλακ., Μισθ. : κουρλοπίστρα (μολόχα) Αξ. οξινίστρα (ξινήθρα) Μισθ. ραφανίστρα (ραπανίδα) Μισθ. ψυλλίστρα (λεβαντίνη) Μισθ., Μαλακ. Συνών. -ίτσα, Πβ. -ιά, -ίνα :2