ίτζμπε
(ουσ. ουδ.)
ίdζμπε
[ˈidzbe]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. izbe = υπόγειο.
Υπόγειο σπιτιού
Πβ.
καπάγκι :2, καταφύγι :1, κελλάρι