ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιφλάχι (ουσ.) ιφλάχι [iˈflaçi] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. uflak/uflah = μεγάλο κουζινομάχαιρο. Η σημ. ‘ξυράφι’ πιθ. με επίδρ. του τουρκ. ουσ. mihlak = ξυράφι. Εσφαλμένη η ετυμολόγηση του Καρολίδη (1885: 64) από το περσ. ουσ. sifalah= δρεπάνι.
1. Μαχαίρι : Ήφαρεν ντο ιφλάχι· κεσκινα̈́τσεν ντα (Έφερε το μαχαίρι· το ακόνισε) Φάρασ. -Dawk.
2. Ξυράφι Συνών. μιζράχι, ξουράφι