-ιώτικος
(επίθμ.)
-ιώτικο
[-ˈçotiko]
Ανακ., Δίλ., Μισθ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φλογ.
-ιώτικου
[-ˈʝotiku]
Μαλακ.
-ώτικο
[-ˈotiko]
Φάρασ.
-ώτ'κο
[-ˈotko]
Ανακ., Αξ.
Θηλ.
-ιώτικη
[-ˈçotici]
Μισθ.
Μεσν. επίθμ. -ιώτικος για την σημ. 1, από τα επιθμ. -ιώτης και -ικος.
1. Επίθμ. για τον σχηματ. επιθ. τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο προέρχεται από τον τόπο που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
Ανακ., Αξ., Μισθ., Φάρασ.
:
αβανισσιώτικος
(αβανισσιώτικης προέλευσης)
Μισθ.
λιμνιώτικος
(της Λίμνας)
Αξ.
βαρασιώτικος
(φαρασιώτικος)
Πβ.
-ινός :3, -ίτης :1, -ιώτης :1, -λής :2
2. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. επιθ. (συχνά ουσιαστικοπ.) τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο φέρει το χαρακτηριστικό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
:
καλαντιώτικου
(φιλοδώρημα που δίδεται την Πρωτοχρονιά σε αυτόν που λέει τα κάλαντα)
Μαλακ.
αληθιώτικος
(αλήθεια)
Τσουχούρ.
τριπλιώτικο
(δώρα, όπως φόρεμα και ξηροί καρποί, που χαρίζουν κατά τις παραμονές του γάμου οι γονείς του γαμπρού στην νύφη, η οποία συχνά έκανε εκείνη την περίοδο τριήμερη νηστεία)
Σινασσ., Ανακ., Δίλ.
ψεματιώτικος
(ψεύτικος)
Φλογ.
Συνών.
-ερός :1, -ιακός, -ίτικος, -ώνας