ιχνάδι
(ουσ. ουδ.)
'χνάδι
[ˈxnaði]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. ἴχνος και το παραγωγ. επίθμ. -άδι. Πβ. το κοινό χνάρι.
Ίχνος
Συνών.
ιζ, πατίχνα, πατιχνιά :1