-ίτσα
(επίθμ.)
-ίτσα
[-ˈitsa]
Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
-ίτζα
[-ˈidza]
Αφσάρ., Σατ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
-ίτσ̑α
[-ˈitʃa]
Φάρασ.
Μεσν. επίθμ. -ίτσα από το υποκορ. μετουσ. επίθμ. -ίτσι (βλ. Georgacas 1982: 57-58, 89, όπου και ανασκόπηση των σχετικών απόψεων στις σσ. 28-35). Για την σημ. 2α πβ. το ποντ. -ίτα· πιθ. αντικαθιστά το αρχ. επίθμ. -ίς, αιτ. -ίδα.
1. Μετονοματ. επίθμ. με θωπευτική σημ., συνδυαζόμενο με όρους συγγενείας
Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
κακίτσα
(θωπευτ., γιαγιάκα)
Μισθ.
μανίτσα
(μανούλα)
Σινασσ., Αξ.
νυφίτσα
(θωπευτ., νύφη)
Φάρασ.
2. Με ατονημένη την υποκορ. σημ.
Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Μισθ., Σατ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ.
:
ευίτζα
(αυγή)
Φάρασ., Τσουχούρ., Αφσάρ., Σατ., Φκόσ.
κερκελλίτσα
(σαρκώματα ράμφους κότας)
Μισθ.
ντουρβανίτσα
(το σκεύος για το χτύπημα του γάλακτος για την παραγωγή βούτυρου)
Αραβαν.
σεκερίτσα
(ανδραδέλφη)
Αραβαν., Γούρδ.
τσαγιοπουλίτσα
(το πουλί σουσουράδα)
Σινασσ.
Συνών.
-ι/-ί, -ίκκο :1, -ίτσι, -όκκο
β.
Για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν ποώδη φυτά
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
:
βολονίτσα
(είδος χόρτου
)
Φλογ.
γαλινίτσα
(είδος εδώδιμου φυτού
)
Μαλακ.
κετενίτσα
(είδος μολόχας
)
Μαλακ.
κλοκίτσα
(είδος χαμομηλιού
)
Αξ.
λαγινίτσα
(είδος χόρτου
)
Αξ.
λιπαρίτσα
(γλιστρίδα, αντράκλα
)
Σινασσ.
μουλίτσα
(δεντρολίβανο, απήγανο
)
Μισθ., Αραβαν.
μουσκαρίτσα
(αγριόχορτο ως τροφή βοοειδών
)
Αξ.
πικριδίτσα
(είδος άγριας αντιδιάς
)
Μαλακ.
οξινίτσα
(ξινίθρα
)
Μισθ., Μαλακ.
πικρίτσα
(πικρίδα
)
Αξ.
σαποντερίτσα
(είδος χόρτου
)
Ουλαγ.