ιταχλαστίζω
(ρ.)
ιταχλασ̑τίζω
[itaxlaˈʃtizo]
Τροχ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. daklaşmak = αντικρούω, πηγαίνω κόντρα.
Φιλονικώ
Συνών.
καβγαλατίζω, μαλώνω, μαρκαλώνω :1, μιλέκνω :2, ντογιουστίζω
Τροποποιήθηκε: 01/06/2025