ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαρκαλώνω (ρ.) μαργαώνω [marɣaˈono] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. μαργαώνου [marɣaˈonu] Φάρασ. μαργκαώνω [margaˈono] Φάρασ. μαρκαώνω [markaˈono] Φάρασ. μαγραώνω [maɣraʹono] Φάρασ. Μτχ. μαργαωμένου [marɣaoˈmenu] Φάρασ. Κατά τον Καρολίδη (1886: 92) από το αρμεν. ρ. maqarel = ερίζω, αγωνίζομαι, χωρίς να αποκλείει την ετυμολογ. σύνδεση με το ουσ. μαρκάλισσα. Κατά τον Κουκουλέ (1953: 214) από το αρχ. επίθ. μάργος = τρελός (πβ. και αρχ. ρ. μαργῶ = μαίνομαι). Σύμφωνα με τον Dawkins (1916: 622) το ρ. συνδέεται με το ν.ε. διαλεκτ. ρ. μαρκαλίζω-μαρκαλώ = για αρσενικό ζώο, οχεύω. Πβ. ποντ. ρ. μαργαλα̈́ζω = α) επιπλήττω β) ενοχλώ γ) ανθίσταμαι.
1. Mαλώνω, φιλονικώ ό.π.τ. : 'στέρο μαργαώσαμε, δώκαμε 'πενενdάο (Ύστερα συγκρουστήκαμε, χτυπηθήκαμε μεταξύ μας) Φάρασ. -Αρχέλ. Μο μαργαώνετε (Όλο τσακώνεστε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Mαγραώνουν τάινα μο τ' άου τσ̑αι κρουέντι (Μαλώνουν μεταξύ τους και χτυπιούνται) Φάρασ. -Αναστασ. Του χωρού οι ’ναίτζες μαργαώνανε μο τις άνdρες τουν (Οι γυναίκες του χωριού μαλώνανε με τους άντρες τους) Φάρασ. -Παπαδ. Αμ' εύρου το Θεό· μαργκάω να μες δώσει α υιός (Άντε να βρεις το Θεό· πάλεψε μαζί του για να μας δώσει ένα γιο) Φάρασ. -Dawk. Ντάιμα σηκούτουν την ευίτσα μαργαώγκεν μο τη ναίκα του (Κάθε φορά που σηκωνόταν το πρωί, μάλωνε με την γυναίκα του) Αφσάρ. -Παπαδ. Το βραδύ κάθιτι τίπους τζ̑ό φταίει, ηστάχου τσούμ να υπάου ν'dα μαργαώσου (Το βράδυ κάθεται, τίποτα δεν κάνει, στάσου να πάω να την μαλώσω) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Αδέ του να κατζ̑έψουμ' 'ντάμα τζ̑αι να μαργαώσουμ' τόπας τζ̑ό 'νι (Εδώ δεν είναι η ώρα να μιλήσουμε και να μαλώσουμε) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Παροιμ. Ο σιδεράς μο τον γκαρβoυvά μαργαώνουνε, τον τζερεμέ ταυρεί τα ο τσουλφάς (Ο σιδεράς με τον καρβουνιάρη μαλώνουνε, την ζημιά την πληρώνει ο υφαντής˙ η διαμάχη μεταξύ δύο ισχυρών αντιπάλων έχει παράπλευρες απώλειες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. καβγαλατίζω, μαλώνω, μιλέκνω, ντογιουστίζω
β. H παθ. μτχ., μαλωμένος, τσακωμένος
2. Κατσαδιάζω, επιπλήττω Τσουχούρ., Φάρασ. : Πήνι πολύ σο ζόρι μου του με μαγράωσες (Στεναχωρέθηκα πολύ που με μάλωσες) Φάρασ. -Αναστασ. Να υπάου ν' dα μαργαώσου (Θα πάω να την μαλώσω) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. αζαρλαντίζω :1, λαλώ, μιλέκνω, νταριλντίζω