μαλώνω
(ρ.)
μαλώνω
[maˈlono]
Ανακ., Σινασσ., Τελμ.
μαλώνου
[maˈlonu]
Σίλ.
Αόρ.
μάλωσα
[ʹmalosa]
Τελμ.
Μεσν. ρ. μαλώνω.
Μαλώνω, καβγαδίζω
ό.π.τ.
:
Όπου να πάει ση βρύσ’ και να μαλώσ’, εκείνο άλλο κανείς δε το τρανά
(Ὀποια πάει στην βρύση και μαλώνει, αυτή πια κανείς δεν την κοιτάζει (ενν. για να την παντρευτεί) )
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Μάλωσε με το αδελφό του. Και τσι λόγια! Και τσι φωνές! Το φκάλι μου καζάνι ποίκαν το
(Μάλωσε με τον αδελφό του. Και τι λόγια! Και τι φωνές! Μου έκαναν το κεφάλι καζάνι)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Μάρτης με τον Απλίρ’ μαλών’, νίσ̑κεται κρύος
(Ο Μάρτιος με τον Απρίλιο μαλώνει, γίνεται κρύο˙ για τα κρύα του Μαρτίου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.