μαμμούκα
(ουσ. θηλ.)
μαμμούκα
[maˈmuka]
Αφσάρ., Φάρασ.
μαμμούgα
[maˈmuga]
Φάρασ.
μαμμούκτα
[maˈmukta]
Φάρασ.
Από το ουσ. μαμμού και το υποκορ. επίθμ. -κα αναλογ. προς το παππούκα. Ο τύπ. μαμμούgα με ηχηροπ. του [k] > [g]. Η λ. και Πόντ.
1. Θωπευτ., γιαγιά, γιαγιάκα
ό.π.τ.
:
Μαμμούκα, έζ’ αδέ αν’ άσπρον τσάρι, νάν ντα κόψω
(Γιαγιάκα, έχεις εδώ ένα άσπρο τσουλούφι, θα σου το κόψω)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήκ'σα τα πουά φορέδες 'ς τη μαμμούκα μου τη μακαρισμένη
(Το άκουσα πολλές φορές από την μακαρίτισσα την γιαγιά μου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
κακάκκα , κακίτσα
2. Μαμμή
Φάρασ.
:
Μαμμούκα να είσ̑εν κανένα η 'οχούσα καθόταν τρία ημέρας βραδυά σο σπίτι της 'οχούσας
(Η μαμμή, αν η λεχώνα δεν είχε κανένα, καθόταν τρία μερόχυχτα στο σπίτι της λεχώνας)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Τσ̑άπ’ είνdαι πουά μαμμούκτες, για το σ̑έριν ντου, για το ποράδιν ντου μαχτσουμού, α βγκάλουνε
(Όπου είναι πολλές μαμμές, ή το χέρι ή το ποδάρι του παιδιού θα βγάλουνε˙ όταν αναμειγνύονται πολλοί προκαλούν ζημία αντί για καλό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
βάγια, μαμμή