ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μανάκα (ουσ. θηλ.) μανάκα [maˈnaka] Σινασσ., Φάρασ. Από το ουσ. μάνα και το παραγωγ. επίθμ. -κας.
Θωπευτ. μητέρα ό.π.τ. : Κειόσανμαι στο εργοστάσιο που βγάισ̑καν τσ̑εσ̑μέια, με τ’ μανάκα μ’ ’ντάμα (Ήμουν στο εργοστάσιο που έβγαζαν τσεσμέδες, με την μανούλα μου μαζί) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. ανά, μάνα, μητέρα, νινέ