μάμμος
(ουσ. αρσ.)
μάμμος
[ʹmamos]
Γούρδ.
μάμμους
[ʹmamus]
Μισθ.
Από το ουσ. μαμμή και το παραγωγ. επίθμ. -ος. Δεν υπάρχει ιστορική συνέχεια με το μεσν. μάμμος = οικιακός δούλος, υπηρέτης.
Πρακτικός μαιευτήρας
ό.π.τ.