μαμμού
(ουσ. θηλ.)
μαμμού
[maˈmu]
Σίλ.
Πληθ.
μαμμούρες
[maˈmures]
Σίλ.
Από το ουσ. μαμμή και το παραγωγ. επίθμ. -ού (βλ. και Λεξ. Κριαρ. λ. μαμμού, μάμμη). Η λ. και Κύπρ.
Γιαγιά
:
Μαμμούς μου τα μάτσ̑α ρε σωρούσ̑ι
(Τα μάτια της γιαγιάς μου δεν βλέπουν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Αυτά κασηνόσκαμι, μαμμού μου, μητέρα μου, μας τα είπι, μικρή ήτα
(Αυτά καθόμασταν, η γιαγιά μου, η μητέρα μου μας τα είπε, ήμουν μικρή)
Σίλ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Συνών.
εμπέ :2, κάκα, μάνα, μαμμούκα :1