μαμμά (I)
(ουσ. ουδ.)
μαμμά
[maˈma]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
μαμ-μά
[maˈmma]
Αξ.
Αρχ. ουσ. μαμμᾶ, πβ. Αριστοφ. Νεφ. 1883 "Μαμμᾶν δ' αἰτήσαντος ἦκον φέρων σοι ἄρτον», καθώς και Ἡσύχ. Μ 218 «μαμμᾶν· ἐπὶ τῆς παιδικῆς φωνῆς. ἐσθίειν». Για την λ. βλ. Κουκουλές ΒΒΠ 1α 149. Πβ. και το μεσν. ουσ. μάμμα = ψωμί, το κοινό ν. ελλ. μαμ και το τουρκ. ουσ. mama = φαγητό μωρού. Η λ. και Πόντ. με τύπ. μαμμάν.
Ως παιδική λέξη, το ψωμί
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Λάζαρι φα τζιdζί, φα μαμμά, πέσι λαχτάρα
((Λάζαρε, φάε κρέας, φάε ψωμί, πέσε και σπαρτάρα· κάλαντα Βαΐων))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.