ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαλλιώνας (επίθ.) μαλλιώνας [maˈʎonas] Αξ., Σινασσ. Από το ουσ. μαλλί και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Μάλλινος ό.π.τ. : Μαλλιώνας πογιόρτια (Μάλλινες κάλτσες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. μάλλινος, μαλλίτικος, σαλώνα
Τροποποιήθηκε: 19/05/2025