μαλλιώνας
(επίθ.)
μαλλιώνας
[maˈʎonas]
Αξ., Σινασσ.
Από το ουσ. μαλλί και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Μάλλινος
ό.π.τ.
:
Μαλλιώνας πογιόρτια
(Μάλλινες κάλτσες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
μάλλινος, μαλλίτικος, σαλώνα