μαλλίτσι
(ουσ. ουδ.)
μαλλίτσι
[maˈlitsi]
Ανακ.
μαλλίτσ̑α
[maˈlitʃa]
Ανακ., Τζαλ.
Μεσν. ουσ. μαλλίτσι, το οπ. από το ουσ. μαλλί και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσι. Βλ. Costakis (1964: 66), Georgacas (1982: 102, 228).
Θωπευτ., στον πληθ., μαλλάκια
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Μη λύνετ’ τα μαλλίτσ̑α μου, μη λύνετ’ την γκαρδιά μου.
Το ‘μό καρδιά μου λυμένο ’ναι απ’ τα μικρά μ’ τα χρόνια (Mη λύνετε τα μαλλάκια μου, μη λύνετε την καρδιά μου.
Η καρδιά μου είναι λυμένη από τα μικρά μου χρόνια·
τραγούδι που τραγουδούσε η νύφη πριν το γάμο όταν ήταν ορφανή) Ανακ. -Κωστ.Α. Έναν άστρο αστρούτσικο που ακ’λουθά το φέγγο,
να τό ‘χεις στα μαλλίτσ̑α σου, να το ‘χεις στα λινά σου (Ένα άστρο, αστράκι, που ακολουθεί το φεγγάρι,
να τό 'χεις στα μαλλάκια σου, να τό 'χεις στα λινά σου) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342
Το ‘μό καρδιά μου λυμένο ’ναι απ’ τα μικρά μ’ τα χρόνια (Mη λύνετε τα μαλλάκια μου, μη λύνετε την καρδιά μου.
Η καρδιά μου είναι λυμένη από τα μικρά μου χρόνια·
τραγούδι που τραγουδούσε η νύφη πριν το γάμο όταν ήταν ορφανή) Ανακ. -Κωστ.Α. Έναν άστρο αστρούτσικο που ακ’λουθά το φέγγο,
να τό ‘χεις στα μαλλίτσ̑α σου, να το ‘χεις στα λινά σου (Ένα άστρο, αστράκι, που ακολουθεί το φεγγάρι,
να τό 'χεις στα μαλλάκια σου, να τό 'χεις στα λινά σου) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342