ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαλαχτό (ουσ. ουδ.) μαλαχτό [malaˈxto] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Τσελτ., Φερτάκ., Φλογ. Πληθ. μαλαχτάια [malaˈxtaia] Μισθ. μαλαχτάδες [malaˈxtaðes] Τροχ. Από το αρχ. επίθ. μαλακτός (LSJ). Πβ. ποντ. η μαλαχτά = πρόχειρο φαγητό από αλεύρι και ανθόγαλα.
1. Ό,τι έχει μαλαχθεί Σινασσ.
2. Ξηρή πίτα από σβουνιά, δηλ. κοπριά οικόσιτων ζώων, ανακατεμένη με άχυρο, η οποία αφού αποξηρανθεί χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη ό.π.τ. : Έχουν νισ̑ά, κρουν τα μαλαχτά (Έχουν φωτιά, φτιάχνουν καύσιμη κοπριά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ένα μέρα κϋλχαντζ̑ήζ λέει κι: «φτενά ξ̑ύλα και μαλαχτά έχω πολλά» (Μιά μέρα ο θερμαστής λέει ότι: «ψιλά ξυλαράκια και ξερές κοπριές έχω πολλές») Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φέρ’ ντυό τρία μαλαχτά κι ας κάψουμ’ το τουνdούρ’ (Φέρε δυο-τρεις πίτες σβουνιάς και ας ανάψουμε το ταντούρι) Αξ. -Μαυροχ. Σ̑άνιξαμ’ μαλαχτάϊα, γήφτιξαμ’ ντα σου ντουνdούρ’ (Φτιάχναμε σβουνιές, τις ξεραίναμε στο ταντούρι) Μισθ. -Κοτσαν. Σίφταχ’ ζυγιάζουμ’ το παιδί: σο ένα το μάτ’ βάλλισ̑καμ’ το φσ̑άχ’ σο άλλο σο μάτ’ βάλλισ̑καμ’ τα μαλαχτά (Πρώτα ζυγίζουμε το παιδί: στον ένα δίσκο της ζυγαριάς βάζαμε το μωρό, στον άλλο τον δίσκο βάζαμε τα μαλαχτά) Δίλ. -ΚΜΣ-ΚΠ171 Nτα καμbριάϊα ντέ 'νι μαλαχτάϊα, λάθος σ̑άνεις (H κοπριά δεν είναι μαλαχτό, λάθος κάνεις) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σώρουβιτ' του φρέσκο ντου μαλαχτό κρούξιτ' του σα ντουβάρια (Το μαζεύατε φρέσκο το μαλαχτό, το χτυπούσατε στους τοίχους) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ 'τουν πήαμ' σ' Τουρκία που λες ντα μαλαχτάϊα ούλα ούτσ̑α τσ̑όαν τσαρπημένα σα ντουβάρια απάν' (Όταν πήγαμε στην Τουρκία που λες, οι κοπριές όλες έτσι ήταν ριγμένες στους τοίχους απάνω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πβ. βουνιά, κεμρέ