Μαλακοπίτης
(ουσ. αρσ.)
Μαλακοπίτ’ς
[malakoˈpits]
Αξ., Μαλακ., Τροχ.
Θηλ.
Μαλακοπίτ’σσα
[malakoˈpitsa]
Αξ., Μαλακ., Τροχ.
Πληθ. Αρσ.
Μαλακοπίτ’
[malakoˈpit]
Ανακ.
Ουδ.
Μαλακοπιά
[malakoˈpça]
Τροχ.
Από το τοπων. Μαλακοπή, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτης. Ο τύπ. Μαλακοπίτ’σσα από το Μαλακοπίτ'ς και το παραγωγ. επίθμ. -ισσα. Ο τύπ. Μαλακοπιά αναλογ. προς άλλυς τύπους πληθ. σε -ιά.
Ο κάτοικος της Μαλακοπής
ό.π.τ.
:
Ήρθαν και τέσσερα πένdε οικογένειες Μαλακοπιά
(Ήρθαν και τέσσερις πέντε οικογένειες Μαλακοπίτες)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555