ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Μαλακοπίτης (ουσ. αρσ.) Μαλακοπίτ’ς [malakoˈpits] Αξ., Μαλακ. Αρσ. Πληθ. Μαλακοπίτ’ [malakoˈpit] Ανακ. Θηλ. Μαλακοπίτ’σσα [malakoˈpitsa] Αξ., Μαλακ. Από το τοπων. Μακαλοπή με παραγωγ. επίθμ. -ίτης > -ίτ’ς. Ο τύπ. Μαλακοπίτ’σσα με παραγωγ. επίθμ. -ισσα.
Ο κάτοικος της Μαλακοπής ό.π.τ.