ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαλάζω (ρ.) μαλάσσω [maˈlaso] Σινασσ. μαλάζω [maˈlazo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. μαλάζου [maˈlazu] Μισθ. μαλάγω [maˈlaɣo] Μαλακ., Σίλατ. μάσσω [ˈmaso] Φάρασ. Αόρ. μάλαξα [ˈmalaksa] Μαλακ., Φλογ. Αρχ. ρ. μαλάσσω. Ο τύπ. μαλάζω νεότ., πβ. Λεξ. Πόρτ. (λ. pertracto). O τύπ. μάσσω με ομαλή για το ιδ. Φαράσων αποβολή μεσοφωνηεντικού [l].
1. Πλάθω, μαλάζω, ανακατεύω κάτι Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. Συνών. γιβιρντίζω, ζυμώνω, πλάττω :1
β. Ζυμώνω σβουνιά και την αποξηραίνω για να κάνω μαλαχτό Αξ., Αραβαν.
γ. Πλάθω τον πηλό για να φτιάξω χειροποίητα σκεύη Αξ.
2. Μαλακώνω κάτι Αραβαν.