μαλάζω
(ρ.)
μαλάσσω
[maˈlaso]
Σινασσ.
μαλάζω
[maˈlazo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
μαλάζου
[maˈlazu]
Μισθ.
μαλάγω
[maˈlaɣo]
Μαλακ., Σίλατ.
μάσσω
[ˈmaso]
Φάρασ.
Αόρ.
μάλαξα
[ˈmalaksa]
Μαλακ., Φλογ.
Αρχ. ρ. μαλάσσω. Ο τύπ. μαλάζω νεότ., πβ. Λεξ. Πόρτ. (λ. pertracto). O τύπ. μάσσω με ομαλή για το ιδ. Φαράσων αποβολή μεσοφωνηεντικού [l].
1. Πλάθω, μαλάζω, ανακατεύω κάτι
Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
Συνών.
γιβιρντίζω, ζυμώνω, πλάττω :1
β.
Ζυμώνω σβουνιά και την αποξηραίνω για να κάνω μαλαχτό
Αξ., Αραβαν.
γ.
Πλάθω τον πηλό για να φτιάξω χειροποίητα σκεύη
Αξ.
2. Μαλακώνω κάτι
Αραβαν.