ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μακρύς (επίθ.) μακρύς [maˈkris] Αραβαν., Μισθ. μακρύ [maˈkri] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ. μακρυό [makriʹo] Φλογ. Θηλ. μακρά [maˈkra] Κίσκ., Φάρασ. μακρα̈́ [maˈkræ] Φάρασ. Αρσ. Πληθ. μακροί [maˈkri] Μισθ. Ουδ. Πληθ. μακριά [makriˈa] Τελμ. μακρέ [maˈkre] Φάρασ. μακρά [maˈkra] Ποτάμ. Μεσν. επίθ. μακρύς, το οπ. από αρχ. επίθ. μακρός αναλογ. κατά το πλατύς. Ο θηλ. τύπ. μακρά αρχ.
1. Μακρύς σε μήκος ό.π.τ. : Κοντέδια ήτανdε μακριά και κώλο τουνε είνdαι στρογγυλό (Οι κηφήνες ήταν μακριοί σε μήκος και ο κώλος τους ήταν στρογγυλός) Ανακ. -Κωστ.Α. Του τζουφαλού του τα μαλλία ήσανdε μακρέ (Τα μαλλιά του κεφαλιού του ήταν μακριά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Τόσο ένα μακρύ σ̑ίδερο (Ένα τόσο μακρύ σίδερο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Το ζουνάρ' μ' αν και έν' φτενό, μα ασ' το μετάξι και μακρύ 'ναι (Το ζωνάρι μου αν και είναι ψιλό, είναι όμως από μετάξι και μακρύ) Γούρδ. -Καράμπ. || Παροιμ. Η ναίκα έσ̑ει μακρα̈́ μαλλία, άμα τ’ αχίλι τ’ς έν’ λειψό (η γυναίκα έχει μακριά μαλλιά, όμως ο νους είναι λειψός˙ για τις στερεότυπες αντιλήψεις ότι οι γυναίκες δεν είναι συνετές) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Μακριά έν’ τα μανίκια σου, μακριά και τα πόδια σου,
χτυπούν και τα κελίκια σου και γνώσκει μας ο χάρος
(Μακριά είναι τα μανίκια σου, μακριά και τα πόδια σου,
χτυπούν και τα παπούτσια σου και μας αντιλαμβάνεται ο Χάρος)
Τελμ. -Αινατζ.
Απ’ εμέ τσ̑ι μόνου μάστορας χάη, χαλάη;
Πήα πήα γιορούλτσα, στράδα μακρά
(Εξαιτίας μου πέθανε, χάθηκε ο μάστορης.
Πήρα πήρα μακρύ δρόμο, κουράστηκα
(παράπονο νύφης όταν ο πεθερός δεν της χάριζε το νυφικό φόρεμα))
Μισθ. -Κωστ.Μ.
Μακρά στράτες κοντέψετε, βουνά χαμπηλωθείτε
Να έρθει το πουλάκι μου οπού δεν ξεύρει στράτες
(Μακριοί δρόμοι λιγοστέψτε, βουνά χαμηλώστε
Να έρθει το πουλάκι μου που δεν ξέρει τους δρόμους)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών. ουζούνης :2
2. Μακρύς σε ύψος, ψηλός Ανακ., κ.α., Μισθ. : Μακρύ σερνικός (Ψηλός άνδρας) Μισθ. -Κοτσαν. Μακροί Τσερετσοί (Μακροί, ψηλοί Κυριάκοι, ως παρωνύμιο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. μέγας, ξυμυτός :3, ουζούνης :1, ψηλός
3. Μακρινός, που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από ένα σημείο αναφοράς Φάρασ. : Πήγε σ’ μακρά ρουσ̑ί (Πήγε σε ένα μακρινό βουνό) Φάρασ. -Dawk.
4. Η λ. σε ναωνύμια : Μακρά η Παναΐα (Η Μακρινή Παναγία) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.