ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάκρος (ουσ. ουδ.) μάκρος [ˈmakros] Αξ., Γούρδ. μάκρους [ˈmakrus] Μισθ., Τσαρικ. μάκριος [ˈmakrʝos] Αξ., Γούρδ. Αρσ. μάκρος [ˈmakros] Ανακ., Φάρασ. Αρχ. ουσ. το μάκρος.
1. Μάκρος, μήκος ό.π.τ. : Τ’ ζωναριού μ’ το μάκρος (Tου ζωναριού μου το μήκος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πλάτους, μάκρους, ψελοψ̑ύμ’ (Πλάτος, μάκρος, ύψος) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Ασμ. Ο Μάκρος πιάσε το σταυρό – βαρτουβάρ βα ολσούν - και ο Πλάτος την εικόνα ((ο Μάκρος έπιασε τον σταυρό, το βαρτουβάρι σου να ζήσει, και ο Πλάτος την εικόνα)·άσμα που τραγουδούσαν κατά τα Βαρτουβάρια, τον καππαδοκικό κλήδονα, στις 24 Ιουνίου) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Απόσταση Γούρδ., Φάρασ. : Τζαι ο Χριστός πήγε χώρας αλεκόντι σιλευτεριού μάκρος (Και ο Χριστός απομακρύνθηκε όσο η απόσταση που ρίχνεις το λιθάρι· καὶ αὐτὸς ἀπεσπάσθη ἀπ᾿ αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν ΚΔ Εὐαγγ.Λουκ. 22.41) Φάρασ. -Lag.