μακαρίζω
(ρ.)
μακαρίζω
[makaˈrizo]
Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ.
μακαρίζου
[makaˈrizu]
Μισθ.
Μτχ.
μακαρισμένο
[makariˈzmeno]
Αραβαν., Γούρδ.
μακαρισμένους
[makariˈzmenus]
Τσουχούρ., Φάρασ.
μακαρισμένου
[makariˈzmenu]
Μισθ., Τσαρικ.
Θηλ.
μακαρισμέν'σσα
[makariˈzmensa]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Αρχ. ρ. μακαρίζω. Η μτχ. μακαρισμένος ήδη μεσν., πβ. Συμ. 56.19 «μὴ λυποῦ μηδὲ σκυθρώπαζε, συνέσει καὶ φρονήσει κατακοσμούμενος, τοῦ μακαρισμένου εἰδὼς τὴν ἀνάπαυλαν».
1. Καλοτυχίζω, συγχωρώ πεθαμένο
ό.π.τ.
:
Μακάρτσε τον τατά μου
(Μακάρισε τον πατέρα μου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Χε μακαρίσ̑’ το μάνα σ’ και το βαβά σ’
(Ο Θεός να συγχωρέσει την μάνα σου και τον πατέρα σου˙ ευχή για νεκρό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μακαρίζω περαμένων σας τα ψυχές
(Συγχωρώ τις ψυχές των πεθαμένων σας˙ ευχή για νεκρούς)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Χεός μακαρίσ’ του
(Ο Θεός να τον συγχωρέσει˙ ευχή για νεκρό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Η μτχ. ως ουσ., συχωρεμένος, μακαρίτης
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ.
:
Το μακαρισμένο βαβά μ’
(Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ατό γένη μακαρισμένου
(Αυτός έγινε μακαρίτης, πέθανε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μάνα μ’ ντου μακαρισμένου
(Η μάνα μου η μακαρίτισσα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ένα μεσέλ’ ό,τιαλ’ ντου λέιξι πάππου μ' ντου μακαρισμένου
(Ένα παραμύθι όπως το έλεγε ο παππούς μου ο μακαρίτης)
Μισθ.
-Κοιμίσ.
Η πεθερά μου η μακαρισμέν'σσα, τούρτζ̑ικα τζ̑ο κατέσκι
(H πεθερά μου η μακαρίτισσα δεν ήξερε τούρκικα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
ραχμετλούς, συχωρώ