ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μακαρίζω (ρ.) μακαρίζω [makaˈrizo] Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ. μακαρίζου [makaˈrizu] Μισθ. Μτχ. μακαρισμένο [makariˈzmeno] Αραβαν., Γούρδ. μακαρισμένους [makariˈzmenus] Τσουχούρ., Φάρασ. μακαρισμένου [makariˈzmenu] Μισθ., Τσαρικ. Θηλ. μακαρισμέν'σσα [makariˈzmensa] Τσουχούρ., Φάρασ. Αρχ. ρ. μακαρίζω. Η μτχ. μακαρισμένος ήδη μεσν., πβ. Συμ. 56.19 «μὴ λυποῦ μηδὲ σκυθρώπαζε, συνέσει καὶ φρονήσει κατακοσμούμενος, τοῦ μακαρισμένου εἰδὼς τὴν ἀνάπαυλαν».
1. Καλοτυχίζω, συγχωρώ πεθαμένο ό.π.τ. : Μακάρτσε τον τατά μου (Μακάρισε τον πατέρα μου) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Χε μακαρίσ̑’ το μάνα σ’ και το βαβά σ’ (Ο Θεός να συγχωρέσει την μάνα σου και τον πατέρα σου˙ ευχή για νεκρό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μακαρίζω περαμένων σας τα ψυχές (Συγχωρώ τις ψυχές των πεθαμένων σας˙ ευχή για νεκρούς) Γούρδ. -Καράμπ. Χεός μακαρίσ’ του (Ο Θεός να τον συγχωρέσει˙ ευχή για νεκρό) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Η μτχ. ως ουσ., συχωρεμένος, μακαρίτης Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ. : Το μακαρισμένο βαβά μ’ (Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ατό γένη μακαρισμένου (Αυτός έγινε μακαρίτης, πέθανε) Μισθ. -Κοτσαν. Μάνα μ’ ντου μακαρισμένου (Η μάνα μου η μακαρίτισσα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ένα μεσέλ’ ό,τιαλ’ ντου λέιξι πάππου μ' ντου μακαρισμένου (Ένα παραμύθι όπως το έλεγε ο παππούς μου ο μακαρίτης) Μισθ. -Κοιμίσ. Η πεθερά μου η μακαρισμέν'σσα, τούρτζ̑ικα τζ̑ο κατέσκι (H πεθερά μου η μακαρίτισσα δεν ήξερε τούρκικα) Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. ραχμετλούς, συχωρώ