συχωριά ( ουσ. θηλ.
)
συχωριά
[sixoˈrʝa]
Ουλαγ.
σ̑'χωριά
[ʃxoˈrʝa]
Αξ.
σ̑υχωριά
[ʃixoˈrʝa]
Ανακ.
...
συχωρώ
(ρ.)
συχωρώ
[sixoˈro]
Ανακ.
σ̑υχωρώ
[ʃixoˈro]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φλογ.
σ̑χωρώ
[ʃxoˈro]
Ανακ., Μαλακ., Σίλ.
συχωρού
[sixoˈru]
Σεμέντρ.
σ̑χωρνώ
[ʃxorˈno]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
σ̑υχωρίζου
[ʃixoriˈzu]
Μισθ.
συχωρεμένο
[sixoreˈmeno]
Γούρδ., Φλογ.
σ̑'χωρεμένο
[ʃxoreˈmeno]
Αξ.
σ̑υχωρημένου
[ʃixoriˈmenu]
Μισθ.
Μεταγν. ρ. συγχωρῶ.
Συγχωρώ
ό.π.τ.
:
Σο σ̑χωρέσ' του
(Ο Θεός να τον συγχωρέσει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φερέτ’ να συχωρεθεί και να ξεψυσ̑ήσ’
(Φέρτε τον να συγχωρεθεί και να ξεψυχήσει)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
σ̑υχωρίζουμ’ ντου χαμένου, βάλλ' τραπέζ', τρώισ̑καμ'
(Συγχωρούμε τον πεθαμένο, παραθέτει επιμνημόσυνο τραπέζι (ενν. το σόι του), τρώγαμε)
-Κωστ.Μ.
Να πάμ’ να το σ̑υχωρήσουμ’, νά ’σι σ̑υχωρημένου
(Να πάμε να τον συγχωρέσουμε να είσαι συγχωρεμένος·το έλεγαν πριν μεταλάβουν )
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
β.
Η παθ. μτχ., νεκρός, μακαρίτης
Αξ., Γούρδ., Φλογ.