ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συχωρώ (ρ.) συχωρώ [sixoˈro] Ανακ. σ̑υχωρώ [ʃixoˈro] Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φλογ. σ̑χωρώ [ʃxoˈro] Ανακ., Μαλακ., Σίλ. συχωρού [sixoˈru] Σεμέντρ. σ̑χωρνώ [ʃxorˈno] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλ. σ̑υχωρίζου [ʃixoriˈzu] Μισθ. συχωρεμένο [sixoreˈmeno] Γούρδ., Φλογ. σ̑'χωρεμένο [ʃxoreˈmeno] Αξ. σ̑υχωρημένου [ʃixoriˈmenu] Μισθ. Μεταγν. ρ. συγχωρῶ.
Συγχωρώ ό.π.τ. : Σο σ̑χωρέσ' του (Ο Θεός να τον συγχωρέσει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Φερέτ’ να συχωρεθεί και να ξεψυσ̑ήσ’ (Φέρτε τον να συγχωρεθεί και να ξεψυχήσει) Ανακ. -Κωστ.Α. σ̑υχωρίζουμ’ ντου χαμένου, βάλλ' τραπέζ', τρώισ̑καμ' (Συγχωρούμε τον πεθαμένο, παραθέτει επιμνημόσυνο τραπέζι (ενν. το σόι του), τρώγαμε) -Κωστ.Μ. Να πάμ’ να το σ̑υχωρήσουμ’, νά ’σι σ̑υχωρημένου (Να πάμε να τον συγχωρέσουμε να είσαι συγχωρεμένος·το έλεγαν πριν μεταλάβουν ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Η παθ. μτχ., νεκρός, μακαρίτης Αξ., Γούρδ., Φλογ.