ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σφαλίζω (ρ.) φαλίζω [faʹlizo] Αραβαν. σφαλώ [sfaˈlo] Αξ., Σινασσ. σαλώ [saˈlo] Ανακ., Σίλ., Φλογ. φαλώ [faˈlo] Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ. σαλίσ̑κω [saˈliʃko] Φλογ. φαλίσ̑κω [faˈliʃko] Αραβαν. φαλίγνω [faˈliɣno] Αραβαν. Παρατατ. φσάλεινα [ˈfsalina] Ανακ. Αόρ. σφάλησα [ˈsfalisa] Σινασσ. σφάληξα [ˈsfaliksa] Σινασσ. σφάλτσα [ˈsfaltsa] Αξ. σάλ̑ησα [ˈsaʎisa] Σίλ. σάλησα [ˈsalisa] Σίλ. σάλσα [ˈsalsa] Κίσκ., Ποτάμ. σάληξα [ˈsaliksa] Σινασσ. φάλσα [ˈfalsa] Γούρδ. Υποτ. σφαλήσω [sfaˈliso] Σινασσ. Προστ. σφάληξε [ˈsfalikse] Σινασσ. σφάλ' [sfal] Αξ., Φερτάκ. φσάλ' [fsal] Φλογ. σάλησ' [ˈsalis] Σίλ. σάλ' [sal] Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ. φάλ' [fal] Αραβαν., Τελμ., Φερτάκ. Παθ. σφαλιέμαι [sfaˈʎeme] Αξ. σαλιέμι [saˈʎemi] Σίλ. Μτχ. φαλημένο [faliˈmeno] Αραβαν., Γούρδ. Από το μεσν. ρ. σφαλίζω (< αρχ. ἀσφαλίζω). Ο τύπ. σφαλῶ νεότ., (Λεξ. Σομ.), με μεταπλ. με βάση το θ. του αορ. Οι τύπ. σε -ίσκω σχηματίστηκαν με βάση το μη συνοπτ. θ. και το επίθμ. -ίσκω.
Κλείνω ό.π.τ. : Σαλά του στόμαν ντου, τζ̑ιπ ρεν γκαλατζ̑εύγει (Κλείνει το στόμα του, δεν μιλά καθόλου) Σίλ. -Dawk. Σαλίσ̑κει το πένdζ̑ερε (Κλείνει το παράθυρο) Φλογ. -Dawk. Άνοιξεν ένα σιδεριώνας θύρα κι ούλοι 'σέμαν απέσω κι η θύρα μαναχή της πάλε σφάλησε. Πρίχουμ να σφαλήσ', είδιεν λάμψη (Άνοιξε μιά σιδερένια πόρτα κι όλοι μπήκαν μέσα και η πόρτα ξανάκλεισε μόνη της. Πριν κλείσει, είδε μιά λάμψη) Σινασσ. -Αρχέλ. Σφάλτσαν τα μάτια τ'νε (Κλείσαν τα μάτια τους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τσ̑η σύρα καλά τσ̑η σάλησ' (Την πόρτα κλείσ' την καλά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Φάλ' τα χύρες (Κλείσε τις πόρτες) Αραβαν. -Dawk. Σαλώ το θύρα, μη μαίνουν ορνίθια (Κλείνω την πόρτα για να μην μπαίνουν κότες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Μανταλώνω, φαλίζω, το κλέφτσ̑η βρίσ̑κω το απέσω (Αμπαρώνω, κλείνω, τον κλέφτη τον βρίσκω μέσα˙ Το φεγγάρι) Αραβαν. -Φωστ. || Ασμ. Άνοιξε, θύρα μ', άνοιξε κι ύστερα πάλε σφάληξε (Άνοιξε, πόρτα μ', άνοιξε κι ύστερα πάλι κλείσε) Σινασσ. -Αρχέλ. Θύρα μ' θύρα μ' σιδεριώνας, όπως σφάληξες ν' ανοίξεις
κι ύστερα να καλοκλείσεις
(Πόρτα μoυ πόρτα μου σιδερένια, όπως έκλεισες ν' ανοίξεις
κι ύστερα να καλοκλείσεις)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. αρμώνω, καρακώνω, τσουλιάζω, χαπατώνω :1