ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σφονδύλι (ουσ.) σφονδύλι [sfonˈðili] Φερτάκ. σφονdύλ' [sfonˈdil] Φερτάκ. σονdύλι [sonˈdili] Σινασσ. φονdζ̑ύλ' [fonˈdʒil] Αραβαν., Γούρδ. Από το μεσν. ουσ. σφονδύλιν ή σφοντύλιν, το οπ. από το αρχ. ουσ. σφονδύλιον, υποκορ. του σφόνδυλος = τραχηλικός σπόνδυλος.
1. Αυχένας Γούρδ., Φερτάκ. Συνών. γούβα, γουντούφα, συνξύνα, σφόνδυλος
2. Σφοντύλι, το στρογγυλό και βαρύ σώμα το οποίο στερεώνεται στη βάση του αδραχτιού, για να διευκολύνει την περιστροφή του νήματος Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. Συνών. κλωθάρα, σφόνδυλος