σφονδύλι
(ουσ.)
σφονδύλι
[sfonˈðili]
Φερτάκ.
σφονdύλ'
[sfonˈdil]
Φερτάκ.
σονdύλι
[sonˈdili]
Σινασσ.
φονdζ̑ύλ'
[fonˈdʒil]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. σφονδύλιν ή σφοντύλιν, το οπ. από το αρχ. ουσ. σφονδύλιον, υποκορ. του σφόνδυλος = τραχηλικός σπόνδυλος.
2. Σφοντύλι, το στρογγυλό και βαρύ σώμα το οποίο στερεώνεται στη βάση του αδραχτιού, για να διευκολύνει την περιστροφή του νήματος
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ.
Συνών.
κλωθάρα, σφόνδυλος