ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σφονδύλι (ουσ.) σφονδύλι [sfonˈðili] Φερτάκ. σφονdύλ’ [sfonˈdil] Φερτάκ. σονdύλι [sonˈdili] Σινασσ. φοντζ̑ύλ’ [fonˈdʒil] Αραβαν., Γούρδ. Από το μεσν. ουσ. σφονδύλιν ή σφοντύλιν, το οπ. από το αρχ. ουσ. σφονδύλιον, υποκορ. του σφόνδυλος = τραχηλικός σπόνδυλος.
1. Αυχένας Γούρδ., Φερτάκ. Συνών. γούβα, γουντούφα, συνξύνα, σφόνδυλος :2
2. Σφοντύλι, το στρογγυλό και βαρύ σώμα το οποίο στερεώνεται στη βάση του αδραχτιού, για να διευκολύνει την περιστροφή του νήματος Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. Συνών. κλωθάρα :1, σφόνδυλος :3
Τροποποιήθηκε: 15/10/2025