γούβα
(ουσ. θηλ.)
γούβα
[ˈɣuva]
Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
κούβα
[ˈkuva]
Ανακ.
qούβα
[ˈquva]
Μαλακ.
γούπα
[ˈɣupa]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ.
γούπ-πα
[ˈɣuppa]
Αξ.
γούbα
[ˈɣuba]
Σεμέντρ.
κούπα
[ˈkupa]
Σινασσ., Τροχ.
qούπα
[ˈqupa]
Μαλακ.
Μεσν. ουσ. γούβα, το οπ. πιθ. από μεσν. ουσ. γύπη, πβ. Ἡσύχ, Γ 1019 «γύπη· κοίλωμα γῆς, θαλάμη». Για τους τύπ. γούπα και γούπ-πα, πβ. μεσν. γοῦππος.
1. Γούβα, κοίλωμα του εδάφους, λακκούβα
ό.π.τ.
:
Ντιαρίν γούπα
(Βαθύς λάκκος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Χαρλατσ̑ού γούπα
(Λάκκος με λάσπη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αν ντου φσ̑άχ' πεθάνισ̑κεν γκιοπρέ, σ̑άνουμ’ ἐνα γούπα 'ς το παχτσ̑ά τσ̑ι πούχωναμ’ ντου
(Αν το παιδί πέθαινε αβάφτιστο, κάνουμε λακκούβα στον κήπο και το χώναμε, δηλ. το θάβαμε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ας γιαρντήσουμ' ένα γούπα τσ̑αγά
(Ας σκάψουμε έναν λάκκο εδώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Βούταναν ντα 'ς γούπα μεσ̑'
(Τα βούταγαν μέσα στην λακκούβα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Το καίγαμε και μετά το βάλλισκαμ’ 'ς τη κούπα του
(Το ψήναμε (το ταντούρι) για να σκληρύνει και μετά το βάζαμε στην γούβα του)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
|| Φρ.
Άνοιξεν σ' χώρα γούπ-πα, άμ-μα έπεσεν μέσα γιαυτό τ'
(Έσκαψε σε άλλον λάκκο, αλλά έπεσε ο ίδιος˙ γι' αυτούς που στήνουν παγίδα σε άλλους και εμπλέκονται οι ίδιοι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Με τα χέρια τ' άνοιξε τη γούπ-πα τ'
(Μόνος του έσκαψε το λάκκο του˙ έπαθε κακό από δικό του λάθος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αβγόνι :2, τσουχούρι :1
3. Το κοίλωμα στο πίσω και κάτω μέρος του κρανίου, κατ’ επέκτ. ο αυχένας
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Να ιδείς ζ γούβας σου το φοσ-σί, ’α ιδείς τσ̑αι μένα
(Αν δεις το κοίλωμα του σβέρκου σου, θα δεις και εμένα˙ δεν θα με δεις ποτέ)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γουντούφα, κέρκελα :1, συνξύνα, σφονδύλι :1, σφόνδυλος :2
4. Το κοίλωμα όπου υπήρχαν τα ποδαριακά, δηλ. οι πατήθρες, του αργαλειού, όπου έμπαιναν τα πόδια της υφάντριας
Μισθ., Τροχ.
:
Το τζιλφαdζή καθούτανε χώστρας το κούπα
(Η υφάντρια καθόταν στην γούβα του αργαλειού)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
5. Ως επίθ., βαθουλός, γουβωτός
Αραβαν.
:
Το γούπα μας το σπίσ̑’
(Το βαθουλό μας σπίτι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
τσουχουρλούς :1