ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γούβα (ουσ. θηλ.) γούβα [ˈɣuva] Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. κούβα [ˈkuva] Ανακ. qούβα [ˈquva] Μαλακ. γούπα [ˈɣupa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ. γούπ-πα [ˈɣuppa] Αξ. γούbα [ˈɣuba] Σεμέντρ. κούπα [ˈkupa] Σινασσ., Τροχ. qούπα [ˈqupa] Μαλακ. Μεσν. ουσ. γούβα, το οπ. πιθ. από μεσν. ουσ. γύπη, πβ. Ἡσύχ, Γ 1019 «γύπη· κοίλωμα γῆς, θαλάμη». Για τους τύπ. γούπα και γούπ-πα, πβ. μεσν. γοῦππος.
1. Γούβα, κοίλωμα του εδάφους, λακκούβα ό.π.τ. : Ντιαρίν γούπα (Βαθύς λάκκος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Χαρλατσ̑ού γούπα (Λάκκος με λάσπη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αν ντου φσ̑άχ' πεθάνισ̑κεν γκιοπρέ, σ̑άνουμ’ ἐνα γούπα 'ς το παχτσ̑ά τσ̑ι πούχωναμ’ ντου (Αν το παιδί πέθαινε αβάφτιστο, κάνουμε λακκούβα στον κήπο και το χώναμε, δηλ. το θάβαμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ας γιαρντήσουμ' ένα γούπα τσ̑αγά (Ας σκάψουμε έναν λάκκο εδώ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Βούταναν ντα 'ς γούπα μεσ̑' (Τα βούταγαν μέσα στην λακκούβα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Το καίγαμε και μετά το βάλλισκαμ’ 'ς τη κούπα του (Το ψήναμε (το ταντούρι) για να σκληρύνει και μετά το βάζαμε στην γούβα του) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 || Φρ. Άνοιξεν σ' χώρα γούπ-πα, άμ-μα έπεσεν μέσα γιαυτό τ' (Έσκαψε σε άλλον λάκκο, αλλά έπεσε ο ίδιος˙ γι' αυτούς που στήνουν παγίδα σε άλλους και εμπλέκονται οι ίδιοι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Με τα χέρια τ' άνοιξε τη γούπ-πα τ' (Μόνος του έσκαψε το λάκκο του˙ έπαθε κακό από δικό του λάθος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αβγόνι :2, τσουχούρι :1
2. Ρείθρο εκατέρωθεν του δρόμου Μισθ. Συνών. σκάρπα
3. Το κοίλωμα στο πίσω και κάτω μέρος του κρανίου, κατ’ επέκτ. ο αυχένας Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. : || Παροιμ. Να ιδείς ζ γούβας σου το φοσ-σί, ’α ιδείς τσ̑αι μένα (Αν δεις το κοίλωμα του σβέρκου σου, θα δεις και εμένα˙ δεν θα με δεις ποτέ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γουντούφα, κέρκελα :1, συνξύνα, σφονδύλι :1, σφόνδυλος :2
4. Το κοίλωμα όπου υπήρχαν τα ποδαριακά, δηλ. οι πατήθρες, του αργαλειού, όπου έμπαιναν τα πόδια της υφάντριας Μισθ., Τροχ. : Το τζιλφαdζή καθούτανε χώστρας το κούπα (Η υφάντρια καθόταν στην γούβα του αργαλειού) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
5. Ως επίθ., βαθουλός, γουβωτός Αραβαν. : Το γούπα μας το σπίσ̑’ (Το βαθουλό μας σπίτι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. τσουχουρλούς :1