γουδί
(ουσ. ουδ.)
γουδί
[ɣuˈði]
Μισθ., Σινασσ.
γουdί
[ɣuˈdi]
Αραβ.
Νεότ. ουσ. γουδί, το οπ. από το μεσν. γδίν (< αρχ. ἰγδίον), με ανάπτυξη [u] προς διάσπαση του συμφωνικού συμπλ.