γουιτούς
(ουσ.)
γουιτούς
[ɣuiˈtus]
Φάρασ.
γοϊτούς
[ɣoiˈtus]
Μισθ.
γοϊτούζ
[ɣoiˈtuz]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kuytu = απάνεμο μέρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. koytu.
Απάνεμο μέρος
ό.π.τ.
:
Έβκαμ' 'σ' στράτα παρέξου, ηύραμ' αν καό γουιτούς τσ̑αι πεζέψαμ' ατσ̑εί
(Βγήκαμε από τον δρόμο, βρήκαμε ένα απάνεμο μέρος και σταθμεύσαμε εκεί)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Καχόδουμιστι σου γουιτούς
(Καθόμαστε στην απανεμιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.