ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουιτούς (ουσ.) γουιτούς [ɣuiˈtus] Φάρασ. γοϊτούς [ɣoiˈtus] Μισθ. γοϊτούζ [ɣoiˈtuz] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kuytu = απάνεμο μέρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. koytu.
Απάνεμο μέρος ό.π.τ. : Έβκαμ' 'σ' στράτα παρέξου, ηύραμ' αν καό γουιτούς τσ̑αι πεζέψαμ' ατσ̑εί (Βγήκαμε από τον δρόμο, βρήκαμε ένα απάνεμο μέρος και σταθμεύσαμε εκεί) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Καχόδουμιστι σου γουιτούς (Καθόμαστε στην απανεμιά) Μισθ. -Κοτσαν.