γούλα (II)
(ουσ. θηλ.)
γούλα
[ˈɣula]
Σινασσ.
Μεσν. ουσ. γούλα, πβ. Προδρ. III 197-7 χφ. P κριτ. υπ. «κἂν ψωμὶν ὁ κηπουρὸς νὰ χόρταινα καὶ γούλας».