ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γούλα (II) (ουσ. θηλ.) γούλα [ˈɣula] Σινασσ. Μεσν. ουσ. γούλα, πβ. Προδρ. III 197-7 χφ. P κριτ. υπ. «κἂν ψωμὶν ὁ κηπουρὸς νὰ χόρταινα καὶ γούλας».
Γούλα, ο αποφλοιωμένος βλαστός της κράμβης ή η βολβώδης ρίζα διαφόρων χόρτων Σινασσ. Συνών. γουλί