ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γούλα (I) (ουσ. θηλ.) γούλα [ˈɣula] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. κούλα [ˈkula] Φλογ. κ͑ούλα [ˈkʰula] Φλογ. Μεταγν. ουσ. γοῦλα = οισοφάγος (< λατιν. gula), πβ. Ἐρωτιανός 101 «στόμαχος· γοῦλα προβάτου».
1. Καθεμία από τις κυλινδρικές εξοχές που βρίσκονται στην άνω και κἀτω γωνία του θυρόφυλλου και εισχωρούν στα αντίστοιχα κοιλώματα του ανωφλίου και του κατωφλίου για την περιστροφή της θύρας ό.π.τ. : Θύρας τὸ κ͑ούλα (Η στρόφιγγα της πόρτας) Φλογ. -ΙΛΝΕ Ποίκαμε το θύρα με το qούλα τ' (Φτιάξαμε την πόρτα με την στρόφιγγά της) Φλογ. -ΙΛΝΕ Συνών. γουλί
β. Συνεκδ., η κοιλότητα στην άνω και κάτω γωνία του ανωφλίου και κατωφλίου ό.π.τ.
2. Ο άξονας της ρόκας Καππ.