γουλί (II)
γουλί
[ɣuˈli]
Αραβαν.
Μεσν. ουσ. γουλίν, πβ. Σταφ., Ιατροσ. 7191 «Ἂς τρώγεις νῆστις τὸ γουλὶν τῆς κράμβης».