γουλιάρης (I)
(επίθ.)
γουλιάρης
[ɣuˈʎaris]
Σινασσ.
Νεότ. επίθ. γουλιάρης (Λεξ. Σομ.)· πβ. ήδη μεσν. επίθ. γουλάρης. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. (ΙΛΝΕ, λ. γουλιάρης).