γουλάσμα
(ουσ. ουδ.)
γουλάσμα
[ɣuˈlazma]
Αξ.
Από το ν.ε. διαλεκτ. ρ. γουλιάζω = α) καταπίνω β) πεινώ πολύ, γίνομαι λαίμαργος γ) παθαίνω ναυτία δ) αποστρέφομαι, αηδιάζω (ΙΛΝΕ, λ. γουλιαζω Ι), και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Απαλλαγή
Συνών.
γλύτωμα :1
2. Ως επιφών., τέλος!
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025