ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουλάσμα (ουσ. ουδ.) γουλάσμα [ɣuˈlazma] Αξ. Από το ν.ε. διαλεκτ. ρ. γουλιάζω = α) καταπίνω β) πεινώ πολύ, γίνομαι λαίμαργος γ) παθαίνω ναυτία δ) αποστρέφομαι, αηδιάζω (ΙΛΝΕ, λ. γουλιαζω Ι), και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Απαλλαγή Συνών. γλύτωμα :1
2. Ως επιφών., τέλος!
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025