γουβετσούζης
(επίθ.)
γουβατσούζη
[ɣuvaˈtsuzi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. kuvvetsiz = αδύναμος. Ο τύπ. γουβατ-σούζης με επίδρ. του τύπ. γουβάτι.
Βλ.
κουβέτι
Αδύναμος, ανίσχυρος
Φάρασ.
Συνών.
βακιτσούζη, Αντίθ
αζγούνης :1, γαΐμ :1, γεγίνης :2, δυνατός, σαγλάμι :1
Τροποποιήθηκε: 01/09/2025