γουβετσούζης
(επίθ.)
γουβατσούζης
[ɣuvaˈtsuzis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. kuvvetsiz = αδύναμος. Ο τύπ. γουβατ-σούζης με επίδρ. του τύπ. γουβάτι (βλ. λ. κουβέτι).