γοτσάγαντα
(ουσ.)
γοτσ̑άγανdα
[ɣoˈtʃaɣanda]
Μισθ.
Από τον τοπ. πτωτικό τύπ. koçayı’nda του τουρκ. διαλεκτ. ουσ. koçayı = Οκτώβριος, ο μήνας του κριαριού (THADS, λ. koçayı).
Πβ.
κότσι
Η περίοδος γύρω στις 25 Οκτωβρίου, κατά την οποία οι βοσκοί άφηναν τους επιβήτορες για αναπαραγωγή
Μισθ.