ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γοστιέω (ρ.) γουστι-έω [ɣustiˈeo] Φάρασ., Φκόσ. Αόρ. γοστι-έσα [ɣostiˈesa] Φάρασ. Aπό το τουρκ. ρ. koşmak (αόρ. koştı) = α) τρέχω β) ζεύω ζώο γ) βάζω κάποιον να εργαστεί δ) συνοδεύω.
Ζεύω : Γουστι-έω τα βόιδε (Ζεύω τα βόδια) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ373 Το βόιδι σαμ' ένdουνε σαράνdα ημέρες γοστι-έσεν ντα σο τουκανι να 'ώσει (To βόδι μόλις πέρασαν σαράντα μέρες το έζεψε στην σβάρνα να αλωνίσει) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ζεύγω :1