ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γοτζούχ (ουσ. ουδ.) γοτζούχ [ɣoˈdzux] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. gocuk (< βουλγ. kojux кожух, βλ. και Nisanyan 2002-2022: λ. gocuk) = χοντρό πανωφόρι με γούνινη επένδυση, όπου και διαλεκτ. τύπ. gocuh.
Είδος χοντρού ενδύματος Σινασσ. Πβ. κούρκι