γονιός
(ουσ. αρσ.)
γονιός
[ɣoˈɲos]
Σινασσ., Τελμ.
αγονιός
[aɣoˈɲos]
Τελμ.
qονιός
[qoˈɲos]
Μαλακ.
Πληθ.
γονείς
[ɣoˈnis]
Τροχ.
γονιοί
[ɣoˈɲi]
Τελμ., Φάρασ.
qονιοί
[qoˈɲi]
Μαλακ.
γοϊνοί
[ɣoiˈni]
Σινασσ.
γονήδοι
[ɣoˈniði]
Ανακ.
Μεσν. oυσ. γονιός < αρχ. γονεύς. Ο τύπ. αγονιός με ανάπτυξη προθετικού [a]. Ο τύπ. γοϊνός με μετάθ. του [i].
1. Ο καθένας από τους δύο γονείς
ό.π.τ.
:
Θεός σ'χωρέσ' qονιούς
(Ο Θεός να συγχωρήσει τους γονείς σου· ευχή)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Τα παλαιά οι άνθρωποι, 'κούνκαμε 'σ' τις γονιοί μας, μαλλιά τζ̑οὔχαν σα τζ̑ουφάλε τουν
(Οι παλιοί άνθρωποι, ακούγαμε από τους γονείς μας, δεν είχαν μαλλιά στα κεφάλια τους )
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Λέισ̑καν τα γονήδοι μας
(Το έλεγαν οι γονείς μας)
Ανακ.
-Cost.
|| Παροιμ.
Ο γονιός θειάν' και τα τέκνα βρίσκουσι
(Ο γονιός φτιάχνει και τα παιδιά βρίσκουν˙ οι πράξεις των γονέων έχουν συνέπειες για τα παιδιά τους)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
ατάς :1
2. Ειδικότ., ο πατέρας
Τελμ.
:
|| Ασμ.
Nα άνοιζα του παραδείσου να ειδώ μέσα τσις είναι
τη μέση κείται μάνα μου σην άκρη αδελφή μου
αν τσης άκρης ακρούτσικα κάθεται ο γονιός μου (Να άνοιγα τον Παράδεισο να δω ποιος είναι μέσα
Στην μέση είναι η μάνα μου, στην άκρη η αδελφή μου,
και στην άκρη ακρούλα κάθεται ο πατέρας μου) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. ατάς :1, αφέντης :2, κύριος :2, μπαμπάς, πασάς
τη μέση κείται μάνα μου σην άκρη αδελφή μου
αν τσης άκρης ακρούτσικα κάθεται ο γονιός μου (Να άνοιγα τον Παράδεισο να δω ποιος είναι μέσα
Στην μέση είναι η μάνα μου, στην άκρη η αδελφή μου,
και στην άκρη ακρούλα κάθεται ο πατέρας μου) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. ατάς :1, αφέντης :2, κύριος :2, μπαμπάς, πασάς
3. Γενιά
Τροχ.
:
Πήγε σο Γιοροσάλεμα Ραφαήλ τρεις γονείς άνdζα πριν
(Ο Ραφαήλ πήγε στα Ιεροσόλυμα μόλις πριν από τρεις γενιές)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ290
Συνών.
γενιά, γένος, νταμάρι, σινσιλέ, φύτρα