ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ατάς (I) (ουσ. αρσ.) ατ͑άς [aˈtʰas] Τσουχούρ., Φάρασ. ατά [aˈta] Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ. Πληθ. ατάδοι [aˈtaði] Τσουχούρ. ατάγια [aˈtaʝa] Σεμέντρ. Από το τουρκ. ουσ. ata = α) πρόγονος β) παλαιότ., πατέρας (πβ. Ατατούρκ). Η φρ. ατά χακ̇ί από τουρκ. φρ. ata hakı.
1. Γονιός, πρόγονος ό.π.τ. : Τ' εμέτιρ' τ' ατάγια (Οι πρόγονοί μας) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 || Φρ. Ατά χακ̇ί (Το δίκιο, η διεκδίκηση του γονιού, του πατέρα˙ το ποσό που ύστερα από διαπραγματεύσεις πλήρωνε ο γαμπρός στην οικογένεια της νύφης, για να συμφωνηθεί ο γάμος) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. γονιός
2. Ειδικότ., πατέρας ό.π.τ. Συνών. αφέντης, γονιός, κύριος, μπαμπάς, πασάς