πασάς
(ουσ. αρσ.)
μπασ̑ά
[baˈʃa]
Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
π͑άσ̑α
[ˈpʰaʃa]
Αξ., Φλογ.
πάσ̑ας
[ˈpaʃas]
Σινασσ., Φάρασ.
πασά
[paˈsa]
Ανακ., Αξ., Αραβ., Ποτάμ., Τζαλ.
Από το μεσν. ουσ. πασάς και μπασιάς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. paşa = α) στρατηγός β) πασάς γ) διαλεκτ., αδερφός, όπου και διαλεκτ. τύπ. başa. Πβ. νεότ. ουσ. μπασ̑άς = πασάς (Mackridge 2021: 40).
1. Ο μεγαλύτερος αδελφός προσφωνούμενος από τους μικρότερους
Αραβαν., Τσαρικ.
:
Μουχαήλ πασ̑ά μ'
(Μιχάλη μεγάλε αδελφέ μου)
-Φωστ.
Πβ.
αδελφόκας, αδελφός, καρντάσης, παράδελφος
2. Τίτλος πρεσβυτέρου
Αξ., Αραβ., Μαλακ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
:
Μπασ̑ά μ’ Τουμάς εχτές πήεν
(Ο κυρ-Θωμάς πήγε χτες)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Κάτσε, πασά Πρόιμε, ας σε ντώκου ένα μπαζλαμά
(Κάτσε μπαρμπα-Πρόδρομε, να σου δώσω ένα ξεροτήγανο)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
3. Αδελφός του συζύγου μιας γυναίκας, αντράδελφος
κ.α., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Τζαλ., Φλογ.
:
Μπασιά, τι κρέεις να σου φέρου;
(Αντράδελφε, τι θέλεις να σου φέρω;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το πεθερό τ' με το πεθερά τ' και τα πασ̑ἀδε τ' της τέσσερα πένdε χρόνος μούκωνεν τα σες
(Στον πεθερό της και την πεθερά της και τους κουνιάδους τις τέσσερα πέντε χρόνια δεν μιλούσε από σεβασμό)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Και το γλυκό μου τον πασά στεφάνι με το ποίκες
(Και με πάντρεψες με τον γλυκό μου τον κουνιάδο)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
βλ.
μπαλντούζα
4. Πατέρας
Μισθ., Φλογ.
:
Μπασά μ' τσ̑ότουνε ασκέρος, μάνα μ' σ̑υχωρέθηκε, 'πόμα αρφανό
(Ο πατέρας μου ήτανε στρατιώτης, η μάνα μου πέθανε, έμεινα ορφανός)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
5. Μτφ., άρχοντας
Ανακ.
:
Ετό ήτον πασά σ̑ήμερα
(Aυτός ήταν πασάς σήμερα!, ενν. από την υπερηφάνεια ή την επιτυχία)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
ατάς, αφέντης, γονιός, κύριος, μπαμπάς