πασσάλι
(ουσ. ουδ.)
πασσάλ’
[paˈsal]
Μισθ.
Πληθ.
πασσάλια
[paˈsaʎa]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. πασσάλιον, το οπ. από το αρχ. πάσσαλος και το υποκορ. επίθμ. -ίον > -ι. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. pasal = πάσσαλος όπου δένουν τα ζώα ως δάν. από την ελλ. (Tzitzilis 1989a: 101). Η λ. Πόντ.