ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Πάσχα (ουσ. ουδ.) Πάσκα [ˈpaska] Ανακ., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ., Φκόσ. Αρσ. Πάσκας [ˈpaskas] Ανακ., Αξ., Φάρασ. Μπάσ̑κας [ˈbaʃkas] Θηλ. Πάχσα [ˈpaxsa] Σίλ. Από το μεταγν. ουσ. Πάσχα. Για τον θηλ. τύπ. πβ. και νεότ. ἡ Πάσχα.
1. Πάσχα ό.π.τ. : Ντου Πάσκα σάγουμ' ντ’ αρνιά (Το Πάσχα σφάζουμε τα αρνιά) Μισθ. -Κοτσαν. Όπ' Πάχσα κι αdά (Μετά το Πάσχα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Καώς ήρτεν τσ̑αι ο Πάσκας (Καλώς ήρθε και το Πάσχα· πασχαλινή ευχή) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. || Φρ. Χριστού Πάσκα (Πάσχα του Χριστού˙ Χριστούγεννα) Μαλακ. -Τζιούτζ. Χριστού ο Πάσκας (Πάσχα του Χριστού˙ Χριστούγεννα) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Κιουτσούκ Πάσκα (Μικρό Πάσχα˙ Χριστούγεννα) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 Το Μιτσίκου τον Πάσκα (Το Μικρό το Πάσχα˙ Τα Χριστούγεννα) Αραβ. -Παπαδ. Του σταφυλού ο πάσκας (Του σταφυλιού το Πάσχα˙ Η κοίμηση της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου, εποχή τρύγου) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Ο μέγα Πάσκαζ 'α νά 'ρτει τσ̑αι να δεβεί (Το μεγάλο Πάσχα θα έρθει και θα περάσει˙ Για τους τεμπέληδες που αργούν να τελειώσουν μιά δουλειά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Μέα Πάσκα (Μεγάλο Πάσχα˙ Πάσχα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ || Παροιμ. Κάτα ημέρα Πάσκας τζ̑ό 'νι (Κάθε μέρα δεν είναι Πασχαλιά˙ Άρνηση προς αυτούς που ζητούν συνέχεια πράγματα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Πάτ'σανε μες οι Γαρανοί τον Πάσκα
Ήφαραν το μαύρον τον Έγα-Πάσκα
«Χριστός ανέστη» τζ̑οὔπαμε
Φέτο τον Έγα-Πάσκα
(Μας πάτησαν οι Τούρκοι το Πάσχα
Μας κάναν μαύρο το Άγιο Πάσχα
«Χριστός ανέστη» δεν είπαμε
φέτος το Άγιο Πάσχα)
Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
2. Αρτύσιμο φαγητό Μισθ. : Α ντε τσ̑οούσι αστενάρ’ τσ̑ι τρώιξις πάσκας, παπάς ντέ σε γίνιξι τσ̑ουρουνιά (Αν δεν ήσουν άρρωστος και έτρωγες αρτύσιμο φαγητό, ο παπάς δεν σε μεταλάβαινε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Δεν τρώισκαν πάσκας, κιριάς δε φαγιέτι εκεί ντη μέρα (Δεν έτρωγαν πασχαλινά, κρέας δεν τρώγεται εκείνη την ημέρα, ενν. των Φώτων) Μισθ. -Κωστ.Μ.