παστάλι
(ουσ. ουδ.)
παστάλι
[paˈstali]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. pastal = αρμαθιά φύλλων καπνού (THADS, pastal II).
Αρμαθιά ξερών φύλλων καπνού