πασλούς
(επίθ.)
π͑ασλούς
[pʰaˈslus]
Φάρασ.
πασλού
[paˈslu]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. paslı, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. paslu = σκουριασμένος (Caferoğlu 1943: 247).
Σκουριασμένος
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025