ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παστός (ουσ. αρσ.) παστός [paˈstos] Σίλατ., Σινασσ., Τελμ. Από το μεταγν. ουσ. παστός.
1. Νυφική παστάδα ό.π.τ. : Ό,τι πάρ' η νύφη στον παστό μέν' κονdά της (Ό,τι συνεισφέρει η νύφη στο γάμο μένει δικό της) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γκερντέκ
2. Γαμήλιο γλέντι Τελμ. : || Ασμ. Ευλόγησαν την προίκα μου δέκα ημέρες και νύχτες
πένdε ήτον ο γάμος μου, και δέκα ο παστός μου
(Ευλόγησαν την προίκα μου δέκα μέρες και νύχτες,
πέντε ήταν ο γάμος μου και δέκα το γαμήλιο γλέντι)
Τελμ. -Lag.