παστός
(ουσ. αρσ.)
παστός
[paˈstos]
Σίλατ., Σινασσ., Τελμ.
Από το μεταγν. ουσ. παστός.
1. Νυφική παστάδα
ό.π.τ.
:
Ό,τι πάρ' η νύφη στον παστό μέν' κονdά της
(Ό,τι συνεισφέρει η νύφη στο γάμο μένει δικό της)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γκερντέκ
2. Γαμήλιο γλέντι
Τελμ.
:
|| Ασμ.
Ευλόγησαν την προίκα μου δέκα ημέρες και νύχτες
πένdε ήτον ο γάμος μου, και δέκα ο παστός μου (Ευλόγησαν την προίκα μου δέκα μέρες και νύχτες,
πέντε ήταν ο γάμος μου και δέκα το γαμήλιο γλέντι) Τελμ. -Lag.
πένdε ήτον ο γάμος μου, και δέκα ο παστός μου (Ευλόγησαν την προίκα μου δέκα μέρες και νύχτες,
πέντε ήταν ο γάμος μου και δέκα το γαμήλιο γλέντι) Τελμ. -Lag.