ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παστρικός (επίθ.) παστρικός [pastriˈkos] Σίλατ., Σινασσ. παστρικό [pastriˈko] Μαλακ., Φάρασ. Μεσν. επίθ. παστρικός.
1. Καθαρός ό.π.τ. : || Φρ. Στης παστρικής το φαγί βρήκαν κάτα και σκυλί (Στης καθαρής το σπίτι βρήκαν γάτα και σκύλο˙ Για αυτούς που προσποιούνται) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Περιποιημένος, καλοντυμένος Σίλατ.