παστρικός
(επίθ.)
παστρικός
[pastriˈkos]
Σίλατ., Σινασσ.
παστρικό
[pastriˈko]
Μαλακ., Φάρασ.
Μεσν. επίθ. παστρικός.
1. Καθαρός
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Στης παστρικής το φαγί βρήκαν κάτα και σκυλί
(Στης καθαρής το σπίτι βρήκαν γάτα και σκύλο˙ Για αυτούς που προσποιούνται)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Περιποιημένος, καλοντυμένος
Σίλατ.