ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πατάζω (ρ.) πατάζω [pa'tazo] Αξ. πατάζου [pa'tazu] Μισθ. πατάγω [pa'taɣo] Μαλακ., Φλογ. Αόρ. πάταξα [ˈpataksa] Μαλακ., Φλογ. Πιθ. από το αρχ. ρ. πατάσσω = χτυπώ (μεσν. σημ. πειράζω, ταλαιπωρώ, πβ. πατάζω Ίμβρ. = ενοχλώ, πατάζω Κρήτ. = τρομάζω.
1. Μυρίζω έντονα και άσχημα ό.π.τ. : Βρώμ'σεν μπάταξεν (Βρώμησε, μύρισε άσχημα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Αποσυντίθεμαι Αξ.