πατερμός
(ουσ. ουδ.)
πατερμός
[paterˈmos]
Σινασσ.
Από την εκκλ. φρ. πάτερ ἡμῶν με ουσιαστικ.
Πάτερ ημών, η κυριακή προσευχή
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025